- φτουρώ
- -άω, και φτουραίνω, Ν1. (για πράγμ.) επαρκώ, διαρκώ πολύ («το άσπρο ψωμί δεν φτουράει»)2. (για ενέργεια) διεξάγομαι με αργό ρυθμό γι' αυτό και δεν συμφέρω («η δουλειά αυτή δεν φτουράει»).[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. obduro «γίνομαι σκληρός, κάνω κάτι σκληρό», κατ' επίδραση τού ρ. φτάνω].
Dictionary of Greek. 2013.