φτουρώ

φτουρώ
-άω, και φτουραίνω, Ν
1. (για πράγμ.) επαρκώ, διαρκώ πολύ («το άσπρο ψωμί δεν φτουράει»)
2. (για ενέργεια) διεξάγομαι με αργό ρυθμό γι' αυτό και δεν συμφέρω («η δουλειά αυτή δεν φτουράει»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. obduro «γίνομαι σκληρός, κάνω κάτι σκληρό», κατ' επίδραση τού ρ. φτάνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φτουρώ — και φτουραίνω φτούρησα, (για πράγματα και ιδίως φαγώσιμα), διαρκώ πολύ, επαρκώ, βαστώ πολύ: Το άσπρο ψωμί δε φτουρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φτουραίνω — Ν βλ. φτουρώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”